Σύμφωνα ποιότητας στην Κρήτη με στόχο το πάντρεμα αγροτικής παραγωγής και τουρισμού

21/10/2014
Γράφει ο Γιώργος Αλεξάκης

Ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει διέξοδο για τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας καθώς προσφέρει μια έτοιμη αγορά χωρίς να αναγκάζει τους παραγωγούς και τους διακινητές σε υψηλά κόστη Marketing.Είναι ενδεικτική η περίπτωση της Κρήτης που φιλοξενεί ετησίως περί τα 3,5 εκατομμύρια τουρίστες και εξάγει μόλις 1.300 τόνους τυποποιημένο ελαιόλαδο τη στιγμή που θα μπορούσε να εξάγει τουλάχιστον 3.500 τόνους.


Πάντως με την προώθηση των συμφώνων ποιότητας που προωθεί η Περιφέρεια Κρήτης αλλά και ιδιωτικοί φορείς, η αρχή έχει γίνει. Στο πλαίσιο αυτό 13 περίπου ξενοδοχειακές επιχειρήσεις έχουν συστήσει μια συμμαχία. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εταιρία προώθησης επιχειρήσεων που στηρίζουν την τοπική παραγωγή και φιλοξενία και στην οποία μετέχουν πάνω από 10 επιχειρήσεις (η ΑΝΕΚ, ο όμιλος Μεταξά, η εταιρία Βluegr  της Τζίνας Μαμιδάκη και άλλες).
Με μότο το «We do local» προωθούν την  πιστοποίηση χρήσης και προώθησης βιολογικών τοπικών  προϊόντων αλλά και μια αντίληψη φιλοξενίας που πατάει στην τοπική παραγωγή και γαστρονομική παράδοση.
Παράλληλα με αυτήν την προσπάθεια η Περιφέρειας Κρήτης έχει ξεκινήσει μιαν άλλη εκστρατεία όπου συντονιστικό ρόλο παίζει η εταιρία Foodstandard.

Σε αυτό το σύμφωνο ποιότητας έχουν ενταχθεί κοντά 50 επιχειρήσεις και παραγωγοί. Αυτές οι προσπάθειες δημιουργούν μια ισχυρή βάση εκκίνησης για ένα πάντρεμα της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής με την ατμομηχανή της ανάπτυξης που είναι ο τουρισμός. Ουσιαστικά αν οι δύο τομείς χορέψουν ένα «τάγκο», μπορεί να βρεθεί άμεση λύση στο θέμα διάθεσης των προϊόντων.

Στο μεταξύ τα 10 δις. ευρώ μπορούν να φτάσουν οι εξαγωγές αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων δίνοντας ανάσα στην εθνική οικονομία σύμφωνα με τον κ. Στέλιο Δρύ διευθύνοντα σύμβουλο της Foodstandard, εταιρείας που δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών πιστοποίησης και οργάνωσης – ανάπτυξης σε επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα. Προς το παρόν πάντως τα 4 δις. Ευρώ φτάνουν μόνο οι εξαγωγές με σημαντικές αγορές να μην μπορούν να γίνουν δέκτες όλης της γκάμας των Ελληνικών προϊόντων. Σήμερα, π.χ. οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων στην Κίνα περιορίζονται στις εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου (6,3 εκατ. ευρώ ετησίως) και κρασιού (1,6 εκατ. ευρώ ετησίως) επί συνολικών ετήσιων εξαγωγών της τάξης των 382 εκατ. ευρώ. Ουσιαστικά, οι εξαγωγές ελληνικών τροφίμων στην Κίνα αντιστοιχούν στο 2% του συνόλου. Να σημειωθεί ότι σε επίπεδο συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς όλες τις χώρες του κόσμου, οι εξαγωγές αγροτοδιατροφικών προϊόντων αγγίζουν το 20%. Αναγκαία προϋπόθεση για την επέκταση αυτή του εξαγωγικού χαρακτήρα του πρωτογενούς τομέα είναι η στροφή σε εξαγώγιμα αγροδιατροφικά προϊόντα (όπως π.χ. αντικατάσταση της κονσερβολιάς με ελιές Καλαμών), η καλλιέργεια νέων προϊόντων που συνδέονται με την υγιεινή διατροφή, όπως η στέβια, η αλόη ή τα λάδι, αλλά και η ανάδειξης των parentals προϊόντων, δηλαδή των συγγενικών με βασικά είδη παραγώγων (προϊόντα μαστίχας). Ως παράδειγμα επιτυχημένης παραγωγικής και εξαγωγικής πρακτικής ο κ. Δρύς, σε πρόσφατη συνέντευξης τύπου, την περίπτωση της επιτραπέζιας ελιάς όπου σε δέκα χρόνια η παραγωγή από 90.000 τόνους έφτασε του 140.000 τόνους με το 75-80% αυτών να εξάγονται.

Την ίδια ώρα στο Αγρίνιο, 55 παραγωγοί μεταξύ των οποίων και ο Σάκης Ρουβάς, αντικατέστησαν 1.000 στρέμματα, στα οποία κατά το παρελθόν καλλιεργούνταν καπνός, με στέβια η οποία έχει συγκομιδή τρεις φορές τον χρόνο και καλή απόδοση όπως υποστήριξε ο ίδιος.

Σύμφωνα με τον κ. Δρυ οι παραγωγοί έχουν κλείσει συμβόλαιο για την πώληση της παραγωγής τους σε συνεργάτη της Pepsico ενώ η απόδοση είναι 1.000 δολάρια το στρέμμα. Ωστόσο το βασικότερο πρόβλημα στην όλη διαδικασία είναι η χρηματοδότηση καθώς η κατάσταση των τραπεζών αλλά και η συνολική έλλειψη ρευστότητας δημιουργούν προσκόμματα.

Η δημιουργία ΑΚΕΣ (Αμοιβαία Κεφάλαια Επιχειρηματικών Συμμετοχών) και ΕΚΕΣ (Εταιρείες Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών), σύμφωνα με τον κ. Δρύ με τη συμμετοχή ελληνικών και ξένων επενδυτικών κεφαλαίων αλλά και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, με στόχο να υλοποιηθεί μέσα στο 2015 μπορεί να δώσει λύση αλλά όχι άμεσα ακόμα.