Η εξαιρετικά υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ενός κατ’ εξοχήν εξαγωγικού προϊόντος επιβαρύνει υπέρμετρα την ανταγωνιστικότητα και τα κίνητρα για επιχειρείν καθώς και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε όξυνση της εποχικότητας.
Όπως αναλύεται στην περιοδική έκδοση «Ελληνικός Τουρισμός: Εξελίξεις και Προοπτικές» του ΙΝΣΕΤΕ, μέσω ενός παραδείγματος λειτουργίας ενός ξενοδοχείου 4*, που εστιάζει αποκλειστικά στις επιπτώσεις των διαφορετικών φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα και σε ανταγωνιστικούς προορισμούς (Κύπρος, Τουρκία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία), η υπερφορολόγηση οδηγεί σε: επιχειρήσεις που λειτουργούν για να εισφέρουν στο κράτος και όχι να αμείβουν τους εργαζόμενους και τους επιχειρηματίες, με επακόλουθο πολύ μειωμένα κίνητρα για επιχειρείν και εργασία, μόνο στην Ελλάδα το άθροισμα καθαρών αμοιβών εργαζομένων και κερδών είναι σχεδόν ισόποσο με το άθροισμα φόρων και εισφορών - €37,6 έναντι €33,4. Αντίθετα στην Ισπανία (€ 46,8 / € 24,3),στην Τουρκία (€ 47,6 / € 23,5) και στην Κύπρο (€ 55,0 / € 16,1) οι επιχειρήσεις λειτουργούν κυρίως για τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους και όχι γιατα κρατικά / ασφαλιστικά έσοδα.
Σε μικρότερο βαθμό το ίδιο ισχύει και για Ιταλία (€42,3 / €28,8) και Κροατία (€ 43,0 / € 28,1), μειωμένες απολαβές για τους εργαζόμενους, αν στην Ελλάδα ίσχυαν οι φορολογικοί συντελεστές της Κύπρου, το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων θα ήταν υψηλότερο κατά 50%, μικρότερη σεζόν λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων η τιμή με την οποία θα ανοίξει για να λειτουργήσει (ή δεν θα κλείσει) ένα ξενοδοχείο στην Ελλάδα είναι 16% υψηλότερη από αυτήν που θα ίσχυε αν οι φορολογικοί συντελεστές ήταν οι ίδιοι με της Κύπρου. Προφανώς, σε μια αγορά με έντονες εποχιακές διακυμάνσεις, με τους ισχύοντες συντελεστές το ελληνικό ξενοδοχείο μπαίνει στην αγορά πολύ αργότερα και βγαίνει πολύ νωρίτερα, λειτουργώντας μόνο όταν οι τιμές είναι υψηλές (high season), μειωμένη ανταγωνιστικότητα προκειμένου οι εργαζόμενοι στα ελληνικά ξενοδοχεία να έχουν τις ίδιες αμοιβές με τους συναδέλφους τους στα κυπριακά και το λειτουργικό κέρδος στα ξενοδοχεία στην Ελλάδα να είναι το ίδιο με της Κύπρου, η τιμή δωματίου για τον πελάτη πρέπει να είναι 34% υψηλότερη, (μειωμένες ή) καθόλου επενδύσεις, τα Λειτουργικά κέρδη δεν επαρκούν για την αποπληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των δανείων.
Αυτό οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο με μειωμένη ανταγωνιστικότητα στο μέλλον και άρα μειωμένη απασχόληση και οικονομική δραστηριότητα, καθώς και μειωμένα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα.
Οι επιπτώσεις αυτές πλήττουν ιδιαίτερα τους πλέον αδύναμους, δηλαδή αυτούς που δεν διαθέτουν κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, είτε με μορφή ίδιου brand name είτε με μορφή brand name προορισμού, που θα τους επιτρέψει να μετακυλήσουν (μέρος ή όλη) την υψηλότερη φορολόγηση στον τελικό πελάτη.
Στην Ελλάδα οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές που προκύπτουν από τη λειτουργία είναι υπερδιπλάσιες των αντίστοιχων στην Κύπρο. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα ανέρχονται σε € 33,4 (δηλαδή ξεπερνούν το 1/3 της τιμής) έναντι € 16,1 στην Κύπρο. Οι άλλες χώρες είναι σε ενδιάμεση κατάσταση.
Στην Ελλάδα, το ΚΠΦΤΑ είναι ~30% χαμηλότερο από την Κύπρο ενώ, παράλληλα, η φορολογία Κερδών και Μερισμάτων είναι υπερτριπλάσια. Έχοντας κάνει την υπόθεση εργασίας για ίδια κόστη, οι διαφορές οφείλονται στην χαμηλότερη καθαρή τιμή που εισπράττει το ξενοδοχείο μετά τον ΦΠΑ και τα τέλη διανυκτέρευσης και παρεπιδημούντων.
Ο εργαζόμενος στην Ελλάδα εισπράττει περίπου το 50% του ποσού που κοστίζει στην επιχείρηση έναντι 77% στην Κύπρο. Με το ίδιο κόστος μισθοδοσίας για την επιχείρηση, ο εργαζόμενος στην Κύπρο εισπράττει περισσότερο από 50% υψηλότερη καθαρή αμοιβή σε σχέση με τον αντίστοιχο στην Ελλάδα.
Στην Κύπρο, την Τουρκία και την Ισπανία, το ΚΠΦΤΑ είναι μεγαλύτερο από τους φόρους επί της τιμής, πλέον το μη μισθολογικό κόστος. Αντίθετα στην Ιταλία, την Κροατία και την Ελλάδα το ΚΠΦΤΑ είναι μικρότερο από τους φόρους επί της τιμής, πλέον το μη μισθολογικό κόστος. Δηλαδή, σε Κύπρο, Τουρκία και Ισπανία η λειτουργική κερδοφορία υπερβαίνει την συνεισφορά της επιχείρησης στον ‘κρατικό κορβανά’. Σε Ελλάδα, Κροατία και Ιταλία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Μάλιστα στην Ελλάδα το ΚΠΦΤΑ ανέρχεται σε μόλις 62% του συνόλου φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών - έναντι 180% στην Κύπρο!
Επίσης, το “Νεκρό Σημείο” ενός ξενοδοχείου στην Ελλάδα ανέρχεται σε € 79,2έναντι € 68,5 στην Κύπρο. Δηλαδή η τιμή με την οποία θα ανοίξει για να λειτουργήσει (ή δεν θα κλείσει) ένα ξενοδοχείο στην Ελλάδα είναι 16%υψηλότερη από την αντίστοιχη στην Κύπρο. Προφανώς, σε μια αγορά με έντονες εποχιακές διακυμάνσεις, το ελληνικό ξενοδοχείο μπαίνει στην αγορά πολύ αργότερα και βγαίνει πολύ νωρίτερα, λειτουργώντας μόνο όταν οι τιμές είναι υψηλές (high season). Δηλαδή η υψηλή φορολογία οξύνει την εποχικότητα. προκειμένου οι εργαζόμενοι στα ελληνικά ξενοδοχεία να έχουν τις ίδιες αμοιβές με τους συναδέλφους τους στα κυπριακά και το λειτουργικό κέρδος στα ξενοδοχεία στην Ελλάδα να είναι στα ίδια επίπεδα με της Κύπρου, η τιμή δωματίου για τον πελάτη πρέπει να είναι € 133,6 όταν αντίστοιχα στην Κύπρο θα είναι € 100,0 - δηλαδή 34% υψηλότερη. Δηλαδή η υψηλή φορολογία επιβαρύνει ιδιαιτέρως την θέση των μονάδων που δεν έχουν κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (ίδιο branding ή να είναι σε branded προορισμό). Η όξυνση της εποχικότητας και η δυσανάλογα μεγάλη επιβάρυνση των αδυνάτων στην αγορά, αποκτάει ιδιαίτερη σημασία ενόψει της θεσμοθετημένης εφαρμογής του τέλους διανυκτέρευσης από 1ης Ιανουαρίου 2018 με ενιαίο τρόπο ανεξαρτήτως εποχής και προορισμού. Δηλαδή το τέλος διανυκτέρευσης, ιδιαίτερα με την μορφή σταθερού ποσού ανά διανυκτέρευση, που θα αποτελεί δυσανάλογα μεγάλη επιβάρυνση για τις μονάδες με χαμηλές τιμές, θα πλήξει κατ’ εξοχήν τους αδύνατους και θα συμβάλλει στην όξυνση της εποχικότητας.