Η σημασία του ελληνικού management στην ακτοπλοΐα

1/6/2020
Γράφει ο Γιώργος Αλεξάκης

Η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή μας και το οικονομικό βάρος που φέρνει η πανδημία οδηγεί αυτόματα σε μια σειρά από κρίσιμες αποφάσεις, για στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας. Αποφάσεις για κρατικές ενισχύσεις, που όμως θα στηρίξουν εθνικούς πρωταθλητές, που η ανάπτυξή τους και η διατήρησή τους σε μοντέλα διοίκησης με κυρίαρχο τον ελληνικό και εθνικό χαρακτήρα, αναμένεται να κρίνουν το μέλλον της χώρας στην επόμενη μέρα σε τομείς κομβικούς για την εθνική οικονομία.

Ο λόγος για την ακτοπλοΐα, της οποίας ο ρόλος εκτείνεται πέρα από αυτόν της μεταφοράς τουριστών το καλοκαίρι και ακουμπά τις στρατηγικές εθνικής συνοχής, αλλά και τήρησης του Συντάγματος για παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους πολίτες της χώρας. Επίσης διατηρεί κι έναν ειδικό ρόλο αυτόν της συνδεσιμότητας του νησιωτικού εθνικού κορμού, στοιχείου απαραίτητου για το εθνικό βάθος και τις γεωπολιτικές επιδιώξεις της χώρας.

Για τον κλάδο, πέρα από την ιστορία και τις καταγραφές στο λαϊκό συνειδητό. τα νούμερα άλλωστε μιλούν από μόνα τους. Η Ελλάδα, με το 2,2% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, αντιπροσωπεύει το 18% των ευρωπαϊκών ακτοπλοϊκών μεταφορών. Επίσης μόνο το 2015 μετακινήθηκαν από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε χρόνο-ρεκόρ, ένα εκατομμύριο μετανάστες.

Παράλληλα η συνολική συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία εκτιμάται σε €16,1 δισ. (9,2% του ΑΕΠ), ενώ σε όρους απασχόλησης, η συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας εκτιμάται σε 9,7% των συνολικών θέσεων εργασίας το 2016 (349 χιλιάδες θέσεις εργασίας) με βάση τη πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ.

Σε ό,τι αφορά στο επίπεδο και στο μέγεθος των υπηρεσιών σημειώνεται ότι η ακτοπλοΐα εξυπηρετεί συνολικά 95 νησιά, 44 μικρά νησιά με συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας. Παράλληλα μεταφέρονται με ασφάλεια περίπου 12.000.000 τουρίστες κάθε χρόνο, αλλά και 9.000.000 τόνοι εμπορευμάτων.

Παρά όλα τούτα η φετινή χρονιά είναι σε μεγάλο βαθμό χαμένη σε οικονομικό επίπεδο για την ακτοπλοΐα. Μάλιστα ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) εκτιμά σταθερά ότι φέτος η μείωση του ετήσιου τζίρου του κλάδου θα είναι στα 290 εκατ. ευρώ ή εναλλακτικά οι ετησιοποιημένες ζημίες άνω των 100 εκατ. ευρώ. Ένα δυσβάσταχτο βάρος για έναν εθνικό πρωταθλητή, που τα τελευταία χρόνια έφερε επενδύσεις σε πλοία παρέχοντας υψηλής στάθμης υπηρεσία και που τώρα ένεκα και των νέων δεδομένων στο μέτωπο των καυσίμων θα πρέπει να προχωρήσει σε νέες σημαντικές επενδύσεις.

Γι’ αυτό περισσότερο από ποτέ η ανάγκη ενίσχυσης είναι προφανής καθώς ο στόχος είναι ο επόμενος χρόνος να βρει την χώρα με ισχυρή ακτοπλοΐα. «Δεν πρέπει να βλέπουμε το πρόβλημα μέχρι τέλος Μάη, αλλά και για τα επόμενα χρόνια. Μια κατάρρευση θα είναι καταστροφή για τα νησιά και τον τουρισμό» έχει τονίσει ο Μιχάλης Σακέλλης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) που συχνά επισημαίνει ότι το βάρος πρέπει να δοθεί για την επόμενη χρονιά σε σχέση με τη στήριξη της ακτοπλοΐας που είναι εθνικής σημασίας ζήτημα, ειδικά στη δεδομένη γεωπολιτική συγκυρία.

«Έχουμε μια δύσκολη περίοδο. Πρέπει να το βλέπουμε συνολικά και σε βάθος χρόνου ώστε η ακτοπλοΐα να μην καταρρεύσει. Αν καταρρεύσει πάμε πολλά χρόνια πίσω» έχει σημειώσει με έμφαση ο Μιχάλης Σακέλλης. Μάλιστα έχει σταθεί στο ότι τα τελευταία χρόνια το επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών έχει αναβαθμιστεί, κάτι που πλέον τίθεται σε κίνδυνο. «Στο ΣΕΕΝ είμαστε 20 εταιρίες που όλες προσφέρουν όλες αξιόλογο μεταφορικό έργο. Είναι το υψηλότερης ποιότητας έργο που παρέχεται στην ΕΕ, τόσο σε ποιότητα πλοίων, αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό. Είναι μια δουλειά που δεν πρέπει να χαλάσει. Σε σχέση με άλλους κλάδους είμαστε υποχρεωμένοι από το νόμο να κρατήσουμε τις συγκοινωνίες ανοικτές. Οφείλουμε να εκτελούμε τα απαραίτητα δρομολόγια με την ελάχιστη κίνηση. Δεν υπάρχουν έσοδα και συζητάμε με το υπουργείο Ναυτιλίας για να πάρουμε κάποια στήριξη» έχει σημειώσει ο πρόεδρος του ΣΕΕΝ.

Όπως έχει δείξει πάντως τόσο η πρόσφατη εμπειρία, όσο και η παλαιότερη με τα δέκα χρόνια μνημονίων, η ακτοπλοΐα, έχει επιδείξει αυξημένα κοινωνικά και εθνικά αντανακλαστικά, αλλά και αξιόλογες επιχειρηματικές επιδόσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα υπάρχει ένας «πρωταθλητισμός» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με ισχυρές εταιρίες με ελληνικό management, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την άμεση και θετική ανταπόκριση στις ιδιαίτερες τοπικές ανάγκες μικρών κοινωνιών, που ωστόσο είναι εθνικά σημαντικές .

Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι όλα αυτά τα χρόνια κι εν μέσω πανδημίας οι εταιρίες τις οποίες τρέχουν στελέχη με μεγάλη εμπειρία έχουν κρατήσει τη σημαία ψηλά. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα, με τα τόσα προβλήματα, όπως αναφέρεται από γνώστες του κλάδου, όλα αυτά τα χρόνια οι εταιρίες έχουν βρεθεί κοντά στις τοπικές κοινωνίες στηρίζοντας την καθημερινές τους ανάγκες προσφέροντας δωρεάν μετακινήσεις σωματείων, μαθητών, ευπαθών ομάδων αλλά και κρατώντας ζωντανό με καλά πλοία, συχνά με μεγάλο εταιρικό κόστος και πέρα από τη συνεισφορά του κράτους, το μεταφορικό σύνδεσμο με την ηπειρωτική χώρα, ακόμη και σε εσχατιές της πατρίδας.

Μάλιστα, όπως αναφέρουν στο Reporter.gr στελέχη του κλάδου, στην ακτοπλοΐα όπου διοικήσεις και πληρώματα είναι ακραιφνώς ελληνικά, υπάρχει η γνώση και η εμπειρία για τη διαχείριση και αυτής της δύσκολης κατάστασης, με υψηλό δείκτη ευθύνης. Κάτι που αλλού, σε άλλες περιοχές με έντονη ακτοπλοϊκή δραστηριότητα, δεν είναι δεδομένο.

Το αντιπαράδειγμα

Σημειώνεται ενδεικτικά ότι με την κρίση της πανδημίας στην P&O Ferries, που καλύπτει τις θαλάσσιες συνδέσεις της Ευρώπης με το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοινώθηκαν απολύσεις σε 1.100 εργαζόμενους με τη συντριπτική πλειονότητα εξ αυτών να είναι ναυτικοί. Πρόκειται μάλιστα για ¼ του συνολικού δυναμικού των εργαζομένων στην εταιρία στο Η.Β. και ειδικά στην περιοχή του Ντόβερ.

Όπως μάλιστα αναφέρεται σε βρετανικά ΜΜΕ η απόφαση αυτή προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις από τοπικούς βουλευτές του Ντόβερ αλλά τα σωματεία ναυτικών.

Σύμφωνα με την Janette Bell, Διευθύνoυσα Σύμβουλο της P&O Ferries, η εταιρεία ξεκίνησε μια περίοδο διαβούλευσης 45 ημερών με το προσωπικό και τα συνδικάτα στις 11 Μαΐου και σχεδιάζει να απολύσει 614 ναυτικούς στη γραμμή Dover-Calais, με επιπλέον 122 ναυτικούς να χάνουν τη δουλειά τους τις διαδρομές του από Hull προς Ρότερνταμ και Zeebrugge. Οι υπόλοιπες 1.100 απώλειες θέσεων εργασίας είναι οι αξιωματικοί του πλοίου και το προσωπικό σε υπηρεσίες γραφείων στις ίδιες διαδρομές. Όπως αναφέρεται η εταιρία, πάντως, θα αναζητήσει πρώτα τις εθελοντικές απολύσεις πριν προχωρήσει σε μια διαδικασία απολύσεων.

Επίσης η Διευθύνουσα Σύμβουλος της P&O Ferries ανέφερε ότι, ενώ η υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης για τις εμπορευματικές της δραστηριότητες βοήθησε την εταιρία, ωστόσο αυτό δε φτάνει και δεν «μπορεί να αντικαταστήσει τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες» που έχουν προκύψει μέχρι στιγμής.

Ωστόσο για να δει κανείς τι συμβαίνει κάποιες χιλιάδες μίλια μακριά και να αντιπαραβάλλει με το τι γίνεται στην Ελλάδα χρήσιμο είναι να δει τι είπε η τοπική βουλευτής της Natalie Elphicke σχολιάζοντας τις δηλώσεις αυτές . Είπε, συγκεκριμένα, με βάση δημοσιεύματα, ότι τα είναι απογοητευτικές και προέτρεψε τους ιδιοκτήτες της P&O Ferries να αλλάξουν ρότα είναι να πουλήσουν σε καλύτερους ιδιοκτήτες. Όπως είπε χαρακτηριστικά «ας θυμηθούμε ότι η P&O, που ανήκει σε κρατικό fund του Ντουμπάι, έχει λάβει εκατομμύρια λίρες οικονομικής υποστήριξης από την κυβέρνησή μας τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ντουμπάι έχει περισσότερα από αρκετά χρήματα για να συνεχίσει να στηρίζει την P&O.

«Δεν μπορεί να είναι σωστό να έχουν πάρει εκατομμύρια λίρες από τον σκληρό εργαζόμενο Βρετανό φορολογούμενο σε πληρωμές υποστήριξης και μεταφοράς εμπορευμάτων και στη συνέχεια να αποφασίσουν να τραβήξουν το βύσμα» τόνισε η βουλευτής.

Από την πλευρά του δε, ο Mick Cash, γενικός γραμματέας της ένωσης ναυτικών RMT, δήλωσε ότι ήταν «απολύτως ντροπιαστικό. Η P&O κρατήθηκε από τον φορολογούμενο. Πρόκειται για επίθεση εναντίον Βρετανών ναυτικών και πληρώματος, και ο μεγαλύτερος φόβος είναι ότι αυτές οι θέσεις εργασίας δεν θα επιστρέψουν ποτέ στο Ντόβερ ή το Hull».

Κάτι που, όπως αναφέρεται, υποδηλώνει το πόσο σημαντικό είναι κανείς να έχει εθνικούς πρωταθλητές σε εθνικά ευαίσθητους κλάδους αλλά και διοικήσεις που έχουν «ώτα ανοικτά» στις τοπικές κοινωνίες όπως ευτυχώς συμβαίνει ακόμη στην Ελλάδα και θα πρέπει και τα επόμενα χρόνια να συνεχίσει να συμβαίνει.



Πηγή: Reporter.gr