Γραφείο Προϋπολογισμού: Kόλαση Πληθωρισμού 11,1, δαπάνες 30 δισ. ευρώ χωρίς όφελος

15/3/2022
Η βιαστική υιοθέτηση του φυσικού αερίου ως βασικού καυσίμου και η αντίστοιχη εγκατάλειψη του λιγνίτη χωρίς να υπάρχουν συμβάσεις με τη Ρωσία, έχουν τινάξει τις τιμές της ενέργειας σε απαράδεκτα επίπεδα στη χώρα που πρέπει επίσης να επιλύσει και το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλεια και επάρκειας.

Εκθέτει επίσης την κυβερνητική «γαλαντομία» των 30 δισ. ευρώ που αναφέρονται ότι ξόδεψε η κυβέρνηση για την πανδημία, χωρίς να μείνει στη χώρα ένα νέο νοσοκομείο ή ένα νέο σχολείο και χωρίς να έχει περιοριστεί η πανδημία με χιλιάδες κρούσματα καθημερινά, όταν την ίδια ώρα που πανηγυρίζει ότι θα πάρουμε περίπου τα ίδια ως δάνεια από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Το ήπιο και το δυσμενές συνάριο
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής καταθέτει στην έκθεσή του προβλέψεις για το 2022. Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό όπως και για όλα τα κρίσιμα μεγέθη, περιλαμβάνουν ένα ήπιο και ένα δυσμενές σενάριο. Σύμφωνα με αυτά:

Το ήπιο σενάριο προβλέπει για το 2022 μέσο εναρμονισμένο πληθωρισμό στη χρονιά 7,43%. Σημειώνεται ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός είναι αυτός που συγκρίνει ακριβώς τα ίδια προϊόντα και υπηρεσίες στις χώρες της ΕΕ. Να σημειωθεί ότι πριν τον πόλεμο η πρόβλεψη ήταν για μέσο πληθωρισμό 6,99%. Θα μας τίναζε στον αέρα δηλαδή, έτσι κι αλλιώς…
Το δυσμενές σενάριο προβλέπει αντίστοιχα μέσο εναρμονισμένο πληθωρισμό στην Ελλάδα 11,1% το 2022. Είναι πρόβλεψη για μέσο πληθωρισμό στο σύνολο της χρονιάς.
Η ανάπτυξη θα επιβραδύνει σημαντικά σύμφωνα και με τα δύο σενάρια. Σύμφωνα με την πρόβλεψη, πριν τον πόλεμο προβλεπόταν ανάπτυξη για το 2022, στο 3,58%. Τώρα το ήπιο σενάριο προβλέπει ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2022, θα είναι στο 2,75% κάτω δηλαδή από το 3% και περίπου στο ένα τρίτο του πληθωρισμού. Ουσιαστικά λέει, ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα οφείλεται στον πληθωρισμό.
Το δυσμενές σενάριο για την ανάπτυξη προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ 2,21%. Τα μεγέθη θα κυμανθούν, ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναφέρεται.
Οι επιπτώσεις του πολέμου εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους).

Ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες.

Μάλιστα, οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ.

Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ.

Με βάση τα παραπάνω, το η έκθεση αναφέρει ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος.

«Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση», λέει η έκθεση.